αντιδιαβητικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιδιαβητικό, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιδιαβητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιδιαβητικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που χορηγείται για την θεραπεία του διαβήτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιδιαβητικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααντιδιαβητικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιδιαβητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιδιαβητικός