Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεξαρτητοποιώ < ανεξάρτητος + -ο- + -ποιώ

ανεξαρτητοποιώ (παθητική φωνή: ανεξαρτητοποιούμαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία