ανακατευθύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακατευθύνω < (νεολογισμός) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική redirect, ανα- + κατευθύνω
Ρήμα
επεξεργασίαανακατευθύνω
- αλλάζω κατεύθυνση σε κάτι, του δίνω νέα κατεύθυνση
- ⮡ τα σήματα της τροχαίας ανακατευθύνουν τα οχήματα λόγω των έργων που γίνονται
- ⮡ η ιστοσελίδα ανακατευθύνει σε διαφημίσεις
- ⮡ ανακατευθύνουν με λέιζερ τους κεραυνούς
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακατευθύνω | ανακατεύθυνα | θα ανακατευθύνω | να ανακατευθύνω | ανακατευθύνοντας | |
β' ενικ. | ανακατευθύνεις | ανακατεύθυνες | θα ανακατευθύνεις | να ανακατευθύνεις | ανακατεύθυνε | |
γ' ενικ. | ανακατευθύνει | ανακατεύθυνε | θα ανακατευθύνει | να ανακατευθύνει | ||
α' πληθ. | ανακατευθύνουμε | ανακατευθύναμε | θα ανακατευθύνουμε | να ανακατευθύνουμε | ||
β' πληθ. | ανακατευθύνετε | ανακατευθύνατε | θα ανακατευθύνετε | να ανακατευθύνετε | ανακατευθύνετε | |
γ' πληθ. | ανακατευθύνουν(ε) | ανακατεύθυναν ανακατευθύναν(ε) |
θα ανακατευθύνουν(ε) | να ανακατευθύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακατεύθυνα | θα ανακατευθύνω | να ανακατευθύνω | ανακατευθύνει | ||
β' ενικ. | ανακατεύθυνες | θα ανακατευθύνεις | να ανακατευθύνεις | ανακατεύθυνε | ||
γ' ενικ. | ανακατεύθυνε | θα ανακατευθύνει | να ανακατευθύνει | |||
α' πληθ. | ανακατευθύναμε | θα ανακατευθύνουμε | να ανακατευθύνουμε | |||
β' πληθ. | ανακατευθύνατε | θα ανακατευθύνετε | να ανακατευθύνετε | ανακατευθύντε | ||
γ' πληθ. | ανακατεύθυναν ανακατευθύναν(ε) |
θα ανακατευθύνουν(ε) | να ανακατευθύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακατευθύνει | είχα ανακατευθύνει | θα έχω ανακατευθύνει | να έχω ανακατευθύνει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακατευθύνει | είχες ανακατευθύνει | θα έχεις ανακατευθύνει | να έχεις ανακατευθύνει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακατευθύνει | είχε ανακατευθύνει | θα έχει ανακατευθύνει | να έχει ανακατευθύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακατευθύνει | είχαμε ανακατευθύνει | θα έχουμε ανακατευθύνει | να έχουμε ανακατευθύνει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακατευθύνει | είχατε ανακατευθύνει | θα έχετε ανακατευθύνει | να έχετε ανακατευθύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακατευθύνει | είχαν ανακατευθύνει | θα έχουν ανακατευθύνει | να έχουν ανακατευθύνει |
|