Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακατευθύνω < (νεολογισμός) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική redirect, ανα- + κατευθύνω

ανακατευθύνω

  • αλλάζω κατεύθυνση σε κάτι, του δίνω νέα κατεύθυνση
    ⮡  τα σήματα της τροχαίας ανακατευθύνουν τα οχήματα λόγω των έργων που γίνονται
    ⮡  η ιστοσελίδα ανακατευθύνει σε διαφημίσεις
    ⮡  ανακατευθύνουν με λέιζερ τους κεραυνούς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία