Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακατευθύνω < (νεολογισμός) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική redirect, ανα- + κατευθύνω

  Ρήμα επεξεργασία

ανακατευθύνω

  • αλλάζω κατεύθυνση σε κάτι, του δίνω νέα κατεύθυνση
    τα σήματα της τροχαίας ανακατευθύνουν τα οχήματα λόγω των έργων που γίνονται
    η ιστοσελίδα ανακατευθύνει σε διαφημίσεις
    ανακατευθύνουν με λέιζερ τους κεραυνούς

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία