Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
redirect redirects

redirect (en)

  • (πληροφορική) η ανακατεύθυνση
    ⮡  There may be a redirect to a link that is not safe.
    Πρόκειται να γίνει ανακατεύθυνση σε μια σύνδεση που δεν είναι ασφαλής.
ενεστώτας redirect
γ΄ ενικό ενεστώτα redirects
αόριστος redirected
παθητική μετοχή redirected
ενεργητική μετοχή redirecting

redirect (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ανακατευθύνω, στέλνω κάτι σε διαφορετική διεύθυνση ή σε διαφορετική κατεύθυνση
    ⮡  Traffic cones are placed on roads to temporarily redirect traffic in a safe manner.
    Οι κώνοι κίνησης τοποθετούνται σε δρόμους για να ανακατευθύνουν προσωρινά την κυκλοφορία με ασφαλή τρόπο.
    ⮡  The webpage redirects to ads.
    Η ιστοσελίδα ανακατευθύνει σε διαφημίσεις.