Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
redirect redirects

redirect (en)

ενεστώτας redirect
γ΄ ενικό ενεστώτα redirects
αόριστος redirected
παθητική μετοχή redirected
ενεργητική μετοχή redirecting

redirect (en)

  • ανακατευθύνω
    ⮡  The webpage redirects to ads.
    Η ιστοσελίδα ανακατευθύνει σε διαφημίσεις.