αλληλέγγυα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληλέγγυα < αλληλέγγυος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
αλληλέγγυα
- με αλληλεγγύη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλέγγυα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αλληλέγγυα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αλληλέγγυος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλληλέγγυος