αλληγορικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληγορικά < αλληγορικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.li.ɣo.ɾiˈka/
Επίρρημα
επεξεργασίααλληγορικά
- με αλληγορικό τρόπο, εκφράζοντας μια αλληγορική έννοια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληγορικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααλληγορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλληγορικός