Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίδιον ουδέτερο

  1. χαρακτηριστική ιδιότητα ή γνώρισμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ίδιον

  1. δικό μου, προσωπικό, ατομικό · ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ίδιος
    το ίδιον συμφέρον
  2. αιτιατική ενικού του ίδιος