Ετυμολογία

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ίδιον ουδέτερο

  1. χαρακτηριστική ιδιότητα ή γνώρισμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ίδιον

  1. δικό μου, προσωπικό, ατομικό · ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ίδιος
    το ίδιον συμφέρον
  2. αιτιατική ενικού του ίδιος