Ψυρή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ψυρή < ψειρή, γενική ενικού της λέξης ψειρής ή < (επώνυμο) Ψυρής[1] [2] < αρχαία ελληνική Ψύρα (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) / Ψυρίη (θηλυκό) (=η νήσος Ψαρά). Η γραφή με –υ– προέκυψε λόγω ευπρεπισμού.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psiˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψυ‐ρή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ψυρή
- συνοικία της Αθήνας
- ※ Προχωροῦσαν στὸν ἀντικρινὸ δρόμο ποὺ πηγαίνει στὴ γειτονικὴ πλατεία, στὴ μικρή πλατεία Ψυρῆ μὲ τὸ μεγάλο ρολόι ποὺ δούλευε ὅποτε ἤθελε κι ὅπως ἤθελε (Πέτρος Χάρης, Παλληκαριού χορός, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 979 (15 Απριλίου 1968), τόμ. 83, σελ. 539)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ψυρή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Γιάννης Καιροφύλας, Η ιστορία της συνοικίας του Ψυρή, εκδ. Φιλιππότη, 2000
- ↑ βλ. Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9)