Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ψυρή < ψειρή, γενική ενικού της λέξης ψειρής ή < (επώνυμο) Ψυρής[1] [2] < αρχαία ελληνική Ψύρα (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) / Ψυρίη (θηλυκό) (=η νήσος Ψαρά). Η γραφή με –υ– προέκυψε λόγω ευπρεπισμού.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psiˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψυ‐ρή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ψυρή

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γιάννης Καιροφύλας, Η ιστορία της συνοικίας του Ψυρή, εκδ. Φιλιππότη, 2000
  2. βλ. Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, 32006, ISBN 960-214445-9)