Ετυμολογία

επεξεργασία
Χωνιάτης (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Χωνιάτης < τοπωνύμιο Χώνες της Μικράς Ασίας + -ιάτης[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Χωνιάτης αρσενικό (θηλυκό Χωνιάτη)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Χωνιάτης, ήδη από τον 13ο αιώνα[1]< πατριδωνυμικό τοπωνύμιο Χώνες της Μικράς Ασίας + -ιάτης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Χωνιάτης αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο
  2. (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τις Χώνες της Μικράς Ασίας ή κατοικεί εκεί

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Χωνιάτης - PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)