Τσερνιβτσί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡seɾ.nivˈt͡si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσερ‐νιβ‐τσί
Μεταγραφή
επεξεργασίαΤσερνιβτσί ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Τσερνιβτσί
|