Τσάφκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τσάφκα < γενική ενικού του αρσενικού Τσάφκας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈt͡sa.fka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσά‐φκα
- ομόηχο: τσάφκα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσάφκα θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΤσάφκα αρσενικό