Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ρεξ < μεταγραφή για την αγγλική Rex ή, σπανιότερα, από την γερμανική Rex και άλλες γλώσσες (< λατινικά Reginus, rex), ή χαϊδευτικό αγγλικών ονομάτων όπως Reginald (< λατινικά Reginaldus)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Ρεξ αρσενικό, άκλιτο

  1. ανδρικό όνομα
  2. (όνομα ζώου) όνομα που τυπικά δίνεται σε σκύλο (παρωχημένο στα ελληνικά, αλλά όχι σε άλλες γλώσσες, όπου είναι αρκετά δημοφιλές)
    ※  Παλιά η μόδα ήθελε να έχουν τα σκυλιά μικρά, χαριτωμένα και αγγλικά ονόματα: Ρεξ, Φλοξ, Σούγκαρ, Λάσι κ.ο.κ.
    «Τα νέα, πρεστιζάτα ονόματα για το σκυλί σας», Andro.gr (6 Δεκεμβρίου 2020)· πρόσβαση: 2023-08-14.

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία