Πενίς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πενίς < πορτογαλική Peniche < ισπανική pinaza (είδος βάρκας) < pino (πεύκο) + -aza < λατινική pinus (πεύκο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *poi- (χυμός)
Μεταγραφή
επεξεργασίαΠενίς ουδέτερο άκλιτο
- πόλη της Πορτογαλίας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Peniche στην αγγλική Βικιπαίδεια