ΠΣ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΠΣ < :
- Πυροσβεστικό Σώμα
- Πυροσβεστικός Σταθμός
- Πληροφοριακό Σύστημα
- Πλοηγικός Σταθμός
- Ποδοσφαιρικός Σύλλογος
- Ποδοσφαιρικό Σωματείο
Συντομομορφή
επεξεργασίαΠ.Σ. ουδέτερο, αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο