Μποτοσάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bo.toˈsa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπο‐το‐σά‐νι
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜποτοσάνι ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μποτοσάνι στη Βικιπαίδεια
Μποτοσάνι ουδέτερο άκλιτο