Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /boˈɾi.sof/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μπο‐ρί‐σοφ

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

 
Η θέση του Μπορίσοφ στη Λευκορωσία
 
Εκκλησία στο Μπορίσοφ
Μπορίσοφ < ρωσική Борисов

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μπορίσοφ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Μπορίσοφ < βουλγαρική Борисов (Borisov)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μπορίσοφ αρσενικό, άκλιτο (θηλυκό Μπορίσοβα)

Δείτε επίσης επεξεργασία