Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μπορίσοβα < βουλγαρική Борисова (Borisova) ή ρωσική Борисова (Borisova)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Μπορίσοβα θηλυκό, άκλιτο (αρσενικό Μπορίσοφ)