Μερσεντές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μερσεντές < λαϊκό άμεσο δάνειο από τη γερμανική Mercedes, με τονισμό όπως σε γαλλικές λέξεις < περικοπή της επωνυμίας γερμανικών αυτοκινήτων Mercedes-Benz. Εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό κούρσα (για αυτοκίνητα πολυτελείας), και όχι το ουδέτερο αυτοκίνητο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- (από Έλληνες που έζησαν στη Γερμανία) → δείτε τη λέξη Μερτσέντες ακουστικό άμεσο δάνειο από τη γερμανική Mercedes με τη γερμανική προφορά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /meɾ.seˈdes/ (προφορά όπως στη γαλλική γλώσσα)
- τονικό παρώνυμο: Μερσέντες (λατινοαμερικάνικη προφορά του ισπανικού γυναικείου ονόματος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
Μερσεντές θηλυκό άκλιτο
- (επωνυμία) αυτοκίνητο μάρκας Mercedes-Benz