Μερτσέντες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μερτσέντες < → δείτε τη λέξη Μερσεντές
- (από Έλληνες που έζησαν στη Γερμανία) ακουστικό άμεσο δάνειο από τη γερμανική Mercedes με τη γερμανική προφορά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meɾˈt͡se.des/ (κατά τη γερμανική προφορά /mɛʁˈt͡seːdəs/)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΜερτσέντες θηλυκό άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μερτσέντες
|