Δείτε επίσης: Μερσέντες, Μερσεντές

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μερτσέντες < → δείτε τη λέξη Μερσεντές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meɾˈt͡se.des/ (κατά τη γερμανική προφορά /mɛʁˈt͡seːdəs/)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Μερτσέντες θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία