Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λιάναμμο < λιανή + άμμος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʎa.na.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λιά‐ναμ‐μο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λιάναμμο θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία