Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λίπαρι < άμεσο δάνειο από την ιταλική Lipari

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λίπαρι ουδέτερο, άκλιτο

  1. νησί της Ιταλίας, το μεγαλύτερο από τα Νησιά του Αιόλου, στην Τυρρηνική θάλασσα, βόρεια της Σικελίας
  2. δήμος της Ιταλίας, που περιλαμβάνει τα έξι από τα επτά Νησιά του Αιόλου (όλα πλην της Σαλίνα)
  3. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία