Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καρπάθιο < Καρπάθιο πέλαγος με παράλειψη του ουσιαστικού πέλαγος, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Καρπάθιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρπάθιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Καρπάθιο ουδέτερο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του Καρπάθιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του Καρπάθιος