Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καραϊβάζ < τουρκικά Karaayvaz (επώνυμο με σημασία: σκουρόχρωμος) < kara (καρα-) (μαύρος, σκούρος, σκουρόδερμος) + ayvaz (άντρας ή υπηρέτης)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾai̯ˈvaz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρα‐ϊ‐βάζ ή Κα‐ραϊ‐βάζ

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καραϊβάζ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία