mamie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- (παρωχημένο και οικείο) η φίλη μου
Ουσιαστικό επεξεργασία
- (οικείο) γιαγιά, γιαγιάκα
- ≈ συνώνυμα: bonne-maman, grand-maman, mamé, mémé, mémère
- (κατ’ επέκταση) γριά γυναίκα