lighter
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- lighter < light (επίθετο: ελαφρός) + -er συγκριτικό
Επίθετο επεξεργασία
lighter (en)
- συγκριτικός βαθμός του light: ελαφρότερος
Επίρρημα επεξεργασία
lighter (en)
- συγκριτικός βαθμός του light: ελαφρότερα
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- lighter < light (ρήμα: ανάβω, δίνω φως) + -er για ουσιαστικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lighter | lighters |
lighter (en)