laboro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laboro | laboroj |
αιτιατική | laboron | laborojn |
laboro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laboro | laboroj |
αιτιατική | laboron | laborojn |
laboro (eo)