φωνή βοώντος εν τη ερήμω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωνή βοώντος εν τη ερήμω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, βιβλική φράση
- → δείτε φωνή, βοώντος, γενική της μετοχής βοών, εν & (δοτική) τῇ ἐρήμῳ (στην έρημο)
Προφορά επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
φωνή βοώντος εν τη ερήμω
- φωνή κάποιου που μιλάει στην έρημο, που δεν ακούει κανείς, ούτε προσέχει κανείς τι λέει
- → χρειάζεται παράθεμα με χρήση σε νεοελληνικό κείμενο