Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερβαίνω < υπέρ + βαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peɾˈve.no/

  Ρήμα επεξεργασία

υπερβαίνω

  • πετυχαίνω το κάτι παραπάνω, ξεπερνώ, υπερνικώ, υπερβάλλω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία