νευρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
νευρικά
- με νευρικότητα
- ※ περπατούσε νευρικά πέρα δώθε περιμένοντας την απόφαση του δικαστηρίου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
νευρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νευρικό