νευρικώς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
νευρικώς
- (λόγιο) (παρωχημένο) με νευρικό τρόπο
- ※ Ἡ θεια-Μολώτα, καθὼς ἐκάθητο ἔξωθεν τοῦ ναοῦ, ἅμα εἶδε τὸν Κόλιαν, ἐταράχθη νευρικῶς, ἐστράφη πρὸς τὸν τοῖχον τοῦ ναοῦ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Αλιβάνιστος)
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νευρικώς
|