nervously
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | nervously |
συγκριτικός | more nervously |
υπερθετικός | most nervously |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαnervously (en)
- νευρικά, με νευρικότητα
- ⮡ He paced nervously up and down his room.
- Βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιό του.
- ⮡ He was walking nervously back and forth waiting for the court’s decision.
- Περπατούσε νευρικά πέρα δώθε περιμένοντας την απόφαση του δικαστηρίου.
- ⮡ He paced nervously up and down his room.