Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταπείθω < μετα- + πείθω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.taˈpi.θo/

  Ρήμα επεξεργασία

μεταπείθω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία