ακροώμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακροώμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκροάομαι, -ῶμαι
Ρήμα επεξεργασία
ακροώμαι, στ.μέλλ.: θα ακροαστώ, αόρ.: ακροάστηκα (αποθετικό ρήμα)
- ακούω προσεκτικά
- δέχομαι σε ακρόαση
- (για γιατρό) εξετάζω ασθενή χρησιμοποιώντας στηθοσκόπιο
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ακροάζομαι