Δρακουμέλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δρακουμέλ < απόδοση για τη γαλλική Gargamel, αρσενικό του Gargamelle, χαρακτήρα από τα έργα του Ραμπελέ, της μητέρας του Γαργαντούα. (Δείτε την ισπανική garganta και γαργάρα). Μορφολογικά, δράκου(λας) + η γαλλική κατάληξη -mel > -μέλ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔρακουμέλ αρσενικό, άκλιτο
- (φανταστικός χαρακτήρας) ο μοχθηρός μάγος στην ελληνική μεταγλώττιση του βελγικού κόμικ των Στρουμφ (Les Schtroumpfs: τα Στρουμφάκια)
- ↪ Ο Δρακουμέλ συνοδεύεται συνήθως από την «απαίσια» γάτα του, την Ψιψινέλ.
- (και μεταφορικά και ειρωνικά για πρόσωπα)