Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΔΙΜΕΑ < Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου της Αγοράς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈme.a/

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΔΙ.Μ.Ε.Α. θηλυκό ακρωνύμιο