Δείτε επίσης: Βέρνον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βερνόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική Vernon < γαλατική uerna (άλνος, το φυτό σκλήθρα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βερνόν θηλυκό ή ουδέτερο (άκλιτο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία