Βερέμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βερέμη < γενική ενικού του αρσενικού Βερέμης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /veˈɾe.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐ρέ‐μη
- ομόηχο: βερέμι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βερέμη θηλυκό, άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Βερέμη αρσενικό