Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλεκτορίς η ελληνική < (καθαρεύουσα) Ἀλεκτορίς ἡ ἑλληνική < μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική Alectoris graeca < αρχαία ελληνική ἀλεκτορίς (η κότα) & ἑλληνική

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.le.ktoˈɾis i e.li.niˈci/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλεκτορίς η ελληνική θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία