Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Ακάκι < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ακάκι και Ακάτζι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Ακάκι < (μεταγραφή) γεωργιανή აკაკი (ḳaki)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Ακάκι αρσενικό, άκλιτο


  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

Ακάκι < (μεταγραφή) ορόμο Aqaaqii

  Μεταγραφή επεξεργασία

Ακάκι άκλιτο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Στα γεωργιανά: აკაკი წერეთელი, στα ρωσικά: Акакий Церетели· βλ. και το λήμμα Akaki Tsereteli στην αγγλική Βικιπαίδεια.