Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορόμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
Ορόμο
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ορόμο
άκλιτο
,
θηλυκό, μόνο στον ενικό
ή
ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
η
κουσιτική
γλώσσα που μιλούν τα μέλη της ομώνυμης φυλής στην
Αιθιοπία
και τη βόρεια
Κένυα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορόμο
αγγλικά
:
Oromo
(en)