Δείτε επίσης: Ορόμο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορόμο άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία