Δείτε επίσης: άτα, ATA

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΑΤΑ θηλυκό, ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο

  1. Ανεξάρτητα Τηλεοπτικά Στούντιο Αθηνών· ελληνική εταιρεία τηλεοπτικών παραγωγών (αναφέρεται και ως Studio ΑΤΑ ή στούντιο ΑΤΑ· προφέρεται άτα)
  2. Αρχηγείο Τακτικής Αεροπορίας· το ανώτατο επιχειρησιακό όργανο της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, με έδρα τη Λάρισα (προφέρεται ατά)
  3. (οικονομία) Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή· ποσοστό αύξησης των μισθών και των συντάξεων του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα με βάση τον τιμάριθμο (σύντμηση που καθιερώθηκε τυπικά στις αρχές της δεκαετίας του 1980· προφέρεται άτα)

Δείτε επίσης επεξεργασία