άτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάτα θηλυκό
- (νηπιακή) βόλτα
Σημειώσεις
επεξεργασία- καθώς η λέξη είναι καθαρά νηπιακή, δεν ανήκει ουσιαστικά σε κανένα μέρος του λόγου και καταχρηστικά θεωρείται θηλυκό ουσιαστικό, ενώ χρησιμοποιείται συνήθως μόνο επιρρηματικά ή επιφωνηματικά ("πάμε άτα", "είναι άτα", "έλα, άτα", "άτα!" κλπ.) και η χρήση της με άρθρο είναι αδόκιμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία άτα
|