ŝparemo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ŝparemo < ŝpari (αποταμιεύω) + -em- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝparemo | ŝparemoj |
αιτιατική | ŝparemon | ŝparemojn |
ŝparemo (eo)
- η αποταμίευση γενικά, η διάθεση προς αποταμίευση