Ετυμολογία

επεξεργασία
étrivière < estrivière < étrier

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /et.ʁi.vjɛʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
étrivière étrivières

étrivière (fr) θηλυκό

  1. λουρί, αναρτήρας που χρησιμεύει στη μεταφορά των σπιρουνιών
    raccourcir une étrivière - κονταίνω τον αναρτήρα
    il s’est fait des étrivières de corde - έφτιαξε αναρτήρες από σκοινί
    donner des coups d’étrivière - χτυπώ με τον αναρτήρα
  2. (παρωχημένο) πληθυντικός χτύπημα με αυτό το λουρί
    donner les étrivières - χτυπώ με τον αναρτήρα
    il a eu les étrivières - δέχτηκε χτυπήματα με τον αναρτήρα
    menacer quelqu’un des étrivières - απειλώ να χτυπήσω κάποιον με τον αναρτήρα
  3. (παρωχημένο) (μεταφορικά) (οικείο) κάθε κακή και εξευτελιστική συμπεριφορά
    il s’est laissé donner les étrivières - τον εξευτέλισαν

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία