Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
écueil
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
écueil
<
escueil
<
οξιτανική
escueyll
<
λατινική
scopulus
(→
δείτε
τη λέξη
σκόπελος
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
écueil
écueils
écueil
(fr)
αρσενικό
ο
ύφαλος
ή ο
σκόπελος
≈
συνώνυμα
:
brisant
,
récif
(
μεταφορικά
) το
πρόσκομμα
≈
συνώνυμα
:
danger
,
piège