βιμπράτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιμπράτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική vibrato
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιμπράτο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η ελαφρά διακύμανση ενός ήχου ή ενός μουσικού φθόγγου, που προκαλεί την αίσθηση ενός παλλόμενου ήχου ή μουσικού φθόγγου, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητά του. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη φωνητική μουσική ή στη μουσική τζαζ
- η τεχνική παραγωγής του παλλόμενου ήχου ή μουσικού φθόγγου
- αυτός ο μουσικός έχει ένα πολύ εκφραστικό βιμπράτο
- η ένδειξη στο σημείο μιας παρτιτούρας όπου πρέπει να παραχθεί παλλόμενος ήχος ή μουσικός φθόγγος