Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

zakładać (pl) (μη τετελεσμένο: założyć)

  1. υποθέτω, θεωρώ
  2. επιθέτω, βάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
  3. (για ρούχα, καπέλο, γυαλιά κλπ.) φορώ
  4. ιδρύω, φτιάχνω

Συγγενικά επεξεργασία