whaling
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
whaling | whalings |
whaling (en)
Επίθετο
επεξεργασίαwhaling (en)
- φαλαινοθηρικός
- whaling fleet - φαλαινοθηρικός στόλος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαwhaling (en)