whale
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
whale | whales |
whale (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | whale |
γ΄ ενικό ενεστώτα | whales |
αόριστος | whaled |
παθητική μετοχή | whaled |
ενεργητική μετοχή | whaling |
whale (en)
Δείτε επίσης : Whale |
ενικός | πληθυντικός |
whale | whales |
whale (en)
ενεστώτας | whale |
γ΄ ενικό ενεστώτα | whales |
αόριστος | whaled |
παθητική μετοχή | whaled |
ενεργητική μετοχή | whaling |
whale (en)