Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈweɪlɪŋ/
ομόηχο: whaling (φαλαινοθηρία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
wailing wailings

wailing (en)

  • το να πλαντάζω στο κλάμα, σπαραγμός οδύνης